νοσακερός — liable to sickness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσακερά — νοσακερός liable to sickness neut nom/voc/acc pl νοσακερά̱ , νοσακερός liable to sickness fem nom/voc/acc dual νοσακερά̱ , νοσακερός liable to sickness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσακερόν — νοσακερός liable to sickness masc acc sg νοσακερός liable to sickness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσακεροῖς — νοσακερός liable to sickness masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσακεροί — νοσακερός liable to sickness masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσακερῶς — νοσακερός liable to sickness adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσακερώτερα — νοσακερός liable to sickness neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek